Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαμόθρεφτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαμόθρεφτος -η -ο [mamóθreftos] Ε5 : (μειωτ. για πρόσ. και ιδ. για αγόρι ή άντρα) που είναι άβουλος, μαλθακός και επομένως ανίκανος να κατορθώσει κτ. || (συνήθ. ως ουσ.) το μαμόθρεφτο: Έβαλαν όλα τα μαμόθρεφτα σε θέσεις που χρειάζονται αληθινούς άντρες.

[λόγ. < ελνστ. μαμμόθρεπτος `μεγαλωμένος από τη γιαγιά΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και παρετυμ. μαμά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go