Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλώνω [malóno] Ρ1α μππ. μαλωμένος : 1. μιλάω πολύ αυστηρά σε κπ. που έσφαλε με σκοπό να τον διορθώσω ή να τον τιμωρήσω· κατσαδιάζω, επιπλήττω: Tον μάλωσε ο δάσκαλος, γιατί μιλούσε. Mαλώνει τα παιδιά της, γιατί είναι άτακτα. 2α. τσακώνομαι, καβγαδίζω, φιλονικώ: ~ με το γείτονα / με τους αποκάτω. Οι διπλανοί μας μαλώνουν κάθε μέρα για ασήμαντες αιτίες. Όποτε μαλώνουν, φεύγω από το σπίτι για να μην τους ακούω. Mαλώνουν σαν το σκύ λο με τη γάτα. ΠAΡ Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. β. μαλώνω και διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ.: Mάλωσαν και δε μιλιούνται. Mάλωσε μ΄ όλους τους φίλους του. Είναι μαλωμένοι χρόνια τώρα.

[μσν. μαλώνω < *ομαλώνω `εξομαλύνω τις διαφορές΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ομαλ(ός) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλώνω· μαλλώννω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Επιπλήττω κάπ.:
        • εάν άκουεν ότι είναι κανείς ακαμάτης, … να τον μαλώνει (Συναδ. φ. 49v
      • β) κατηγορώ, προσάπτω σε κάπ. κ.:
        • Άνθρωπε, … το Χάρο μη μαλώνεις και δε σου φταίγει τίβοτας (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 11).
    • 2) Συμπλέκομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάπ.:
      • λίγοι είναι που τονε νικούν, όντε τονε μαλώνου (ενν. τον Έρωτα) (Ερωτόκρ. Ά 1054).
    • 3) Πολεμώ:
      • Κι εκείνος έξω έδωκε να πα να τους μαλώσει μαζί με τους στρατιώτες του (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3209).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Φιλονικώ, καβγαδίζω:
      • εμαλώσανε με τα λόγια (Χρον. σουλτ. 8230).
    • 2) Θυμώνω, εξοργίζομαι:
      • ο Θεός εμάλωσε κατά του Αμαλήκ και με τας χείρας του τους εσκότωσε (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 173v).
    • 3) Συμπλέκομαι, συγκρούομαι:
      • Μαλώνουν και τσακίζονται συχνά τες κεφαλές των (Σαχλ., Αφήγ. 222· Διγ. O 302).
    • 4)
      • α) Πολεμώ:
        • εμάλωνε ο Τούρκος με τον Βενετσιάνον εις τα 1572 (Μηλ., Οδοιπ. 637
        • (παιγνιωδώς):
          • δε μαλώνου μετ’ αυτά (ενν. τα λουκάνικα) τα δόντια του στομάτου (Στάθ. Ά 111
      • β) επιτίθεμαι:
        • κατεβαίνουν άγρια (ενν. οι Τούρκοι) και τρέχου να μαλώνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44523).
  • Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αντίπαλος:
    • είντα 'χου διαφορές ετούτοι οι μαλωμένοι (Ερωτόκρ. Β́ 914).

[<*ομαλόω ‑ώνω <επίθ. ομαλός. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες