Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλλός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαλλός ο.
  • 1) Μαλλί, τρίχωμα:
    • (Ιερακοσ. 37927).
  • 2) (Μεταφ.) βρύα:
    • ποταμού πετρών μαλλόν (Ιατροσ. 512).
  • Ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1735, 7).

[αρχ. ουσ. μαλλός. Τ. μά‑ σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες