Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλλιάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλλιάς ο [malás] Ο1 : (μειωτ.) έφηβος ή νέος άντρας με μακριά μαλλιά.

[μαλλι(ά) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες