Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλθακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλθακός -ή -ό [malθakós] Ε1 : (για πρόσ.) α. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ζωτικότητας και ενεργητικότητας: Ένας ~ άνθρωπος. Mαλθακό σώμα / κορμί. Θα γίνεις ~ αν δεν αθλείσαι καθόλου. β. που ζει με ανέσεις, καλομαθημένος.

[λόγ. < αρχ. μαλθακός `μαλακός στην αφή, δειλός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go