Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλαφράντζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλαφράντζα η [malafrándza] Ο25α : (παρωχ.) η σύφιλη και με επέκταση κάθε αφροδίσιο νόσημα: Λες να άρπαξε καμιά ~ με την άσωτη ζωή που κάνει;

[ιταλ. male di Francia `αρρώστια της Γαλλίας΄ με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go