Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλακτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μαλακτός, επίθ.· μαλαχτός.
  • Μαλακτικός:
    • είχεν (ενν. ο σκλάβος) απόσταμαν … και έμελλεν να βάλει (ενν. ο γιατρός) πράγματα μαλαχτά (Ασσίζ. 43023).

[αρχ. επίθ. μαλακτός. Ο τ. και σήμ. κυπρ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλακτοσύνη η.
  • (Μεταφ.) μαλακότητα, ήπιος τρόπος:
    • οι μαντατοφόροι … πολομούν τα σκληρά εις μαλακτοσύνην (Μαχ. 47222).

[<επίθ. μαλακτός + κατάλ. ‑σύνη. Τ. ‑χτ‑ σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες