Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλακτοσύνη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαλακτοσύνη η.
  • (Μεταφ.) μαλακότητα, ήπιος τρόπος:
    • οι μαντατοφόροι … πολομούν τα σκληρά εις μαλακτοσύνην (Μαχ. 47222).

[<επίθ. μαλακτός + κατάλ. ‑σύνη. Τ. ‑χτ‑ σήμ. κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go