Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλαγάνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλαγάνας ο [malaγánas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) & μαλαγάνα η [malaγá na] Ο25α : (οικ.) για άνθρωπο που με υποκριτικές εκδηλώσεις και κολακείες προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του· (πρβ. γαλίφης): Έτσι ~ που είναι αποκλείεται να μην του δώσεις ό,τι σου ζητήσει. Mεγάλη μαλαγάνα αυτός ο φίλος σου.

[ίσως ισπαν. malagana `λιποθυμία΄ & ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go