Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόκοσμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρόκοσμος ο [makrókozmos] Ο20α : (αστρον.) το σύμπαν ως ενιαίο και οργανικό σύνολο· (πρβ. μικρόκοσμος 2)

[λόγ. < γαλλ. macrocosme < macro- = μακρο-, κατά το microcosme = μικρόκοσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες