Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακρόθεν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μακρόθεν, επίρρ.
  • 1) Από μεγάλη απόσταση, από μακριά:
    • τους … μακρόθεν βλέποντας την δόμησιν (Διγ. Z 3845).
  • 2)
    • α) Σε μεγάλη απόσταση, μακριά:
      • ιστάμενος μακρόθεν (Καλλίμ. 1823
      • εκ της πόλεως μακρόθεν (Πτωχολ. α 45
    • β) (με το άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος:
      • τα μακρόθεν έθνη (Βίος Αλ. 3301
    • γ) (ως ουσ. προκ. για πρόσωπο) αυτός που δεν είναι συγγενής, ο ξένος:
      • μηδέ συγκρίνῃς πρόσωπα γνησίων και μακρόθεν (Σπαν. P 91).

[μτγν. επίρρ. μακρόθεν. Η λ. και σήμ. ποντ. Βλ. και απομακρόθεν, αποταμακρόθεν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go