Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρουλός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακρουλός, επίθ.· μακρυλός.
  • Κάπως μακρύς ή μακρόστενος:
    • βουνία … χαμηλά και μακρυλά (Πορτολ. Α 4616).

[<επίθ. μακρύς + κατάλ. ‑ουλός. Η λ. στο Du Cange (λ. μακρύς) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρουλός -ή -ό [makrulós] Ε1 : που είναι κάπως, όχι πολύ, μακρύς: Mακρουλό πρόσωπο.

[μσν. μακρουλός < μακρ(ύς) -ουλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες