Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακροσκοπικός -ή -ό [makroskopikós] Ε1 : που γίνεται με γυμνό μάτι. ANT μικροσκοπικός: ~ έλεγχος. Mακροσκοπική παρατήρηση ενός φυσικού φαινομένου.
[λόγ. < γαλλ. macroscopique < macro- = μακρο-, κατά το microscopique = μικροσκοπικός]



