Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακροπρόσωπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακροπρόσωπος, επίθ.
  • Που έχει μακρύ πρόσωπο:
    • (Ερμον. Ε 4).

[μτγν. επίθ. μακροπρόσωπος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροπρόσωπος -η -ο [makroprósopos] Ε5 : που έχει μακρύ πρόσωπο. ANT στρογγυλοπρόσωπος.

[λόγ. < ελνστ. μακροπρόσωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες