Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρομύτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μακρομύτης, επίθ.· μακρυμύτης.
  • Που έχει μακριά μύτη·
    • (σκωπτ.):
      • Ο … μακρυμύτης … σπανός ετελειώθη (Σπανός D 1482).

[<επίθ. μακρός (ο τ. <μακρύς) + ουσ. μύτη. Το αρσ. ως ουσ. (= όν. πουλιού) στο Du Cange (‑μήτη) και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav.(‑μή‑) και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες