Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακροθυμώ.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Είμαι μακρόθυμος, υπομένω τα σφάλματα ή τις αδικίες των άλλων, δείχνω ανεκτικότητα ή ευσπλαχνία:
- οπόταν τινάς σε υβρίσει …, μακροθύμησον (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 167257)·
- (προκ. για το Θεό):
- (Ιερόθ. Αββ. 337).
- 2) Κάνω υπομονή, περιμένω υπομονετικά:
- Ειδέ και μακροθυμήσεις, άφες τον καιρόν να έλθει (Πτωχολ. α 405).
- 1) Είμαι μακρόθυμος, υπομένω τα σφάλματα ή τις αδικίες των άλλων, δείχνω ανεκτικότητα ή ευσπλαχνία:
- Β́ (Μτβ.) υπομένω τα σφάλματα ή τα ελαττώματα κάπ.· ανέχομαι· επιτρέπω κ.:
- Αν ίδῃς δε θυμούμενον άνθρωπον, … μακροθύμησέ τον (Σπαν. A 241)·
- (προκ. για το Θεό):
- δέσποτα … εμακροθύμησας και ταύτα γενέσθαι (ενν. η Άλωση) (Ιστ. πολιτ. 2018).
[μτγν. μακροθυμέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ά Αμτβ.



