Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρογραφία η [makroγrafía] Ο25 : (τεχνολ.) εξέταση της δομής των μετάλλων ή των κραμάτων με γυμνό μάτι, χωρίς τη χρήση μικροσκοπίου.
[λόγ. < γαλλ. macrographie < macro- = μακρο- + -graphie = -γραφία]



