Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακρο
80 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρο- [makro] & μακρό- [makró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μακρ- [makr], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν & μακρυ- [makri] ή μακρύ- [makrí] κυρίως στη σημ. 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει σε αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό τον προσδιορισμό: α. της μεγάλης διάρκειας: μακραίωνος, ~ήμερος, ~χρόνιος· μακρόβιος. ANT βραχυ-. || ~πρόθεσμος. ANT βραχυ-. β. του μεγάλου μήκους, μάκρους, ύψους κτλ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα: μακρόστενος· μακρόφαρδος, ~μάνικος και μακρυμάνικος· μακρύκαννος. ANT κοντο- 1. (λόγ.) ~βόλα· (επιστ.) μακρόμισχα, ~κέρατα. 2. για άνθρωπο που έχει μακρύ το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μύτης, ~πρόσωπος· σε εναλλαγή με τον τύπο μακρυ-. ANT κοντο-: ~λαίμης, ~μάλλης και μακρυλαίμης, μακρυμάλλης. 3. (ιατρ.) για παθολογική υπέρμετρη ανάπτυξη, κυρίως σε μήκος, του μέρους του σώματος που υπάρχει ως β' συνθετικό καθώς και για το άτομο που παρουσιάζει ανάλογη πάθηση. ANT μικρο- 1, βραχυ-2: ~γλωσσία, ~γναθία, ~δακτυλία, ~κεφαλία· μακρόγλωσσος, μακρόγναθος κτλ. 4. (επιστ.) σε αντιδιαστολή προς το μικρο-1II2 διευρύνει το πεδίο μελέτης και έρευνας που καλύπτει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μακρόκοσμος, ~οικονομία. || με αναφορά σε μεγάλου μεγέθους φαινόμενο, όργανο, οργανισμό κτλ.: ~σεισμός. || για κτ. ορατό διά γυμνού οφθαλμού, χωρίς μικροσκόπιο: ~χλωρίδα. 5. (γραμμ.) με αναφορά στο μακρό φωνήεν, στη μακρά συλλαβή. ANT βραχυ-3: ~κατάληκτος.

[μσν. μακρ(ο)- θ. του επιθ. μακρ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μακρο-μύτης & λόγ. < αρχ. μακρο- θ. του επιθ. μακρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μακρό-βιος & διεθ. macr(o)- `μακρύς, πλατύς, ευρύτερος΄ < αρχ. μακρ(ο)-: μακρο-βιοτική < macro- + -biotic, μακρο-μοριακός < macro- + molecule· μσν. μακρυ- θ. του επιθ. μακρύ(ς) ως α' συνθ.: μσν. μακρυ-κόνταρον `μακρύ κοντάρι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μακροβάλος, επίθ.,
βλ. μακροβόλος.
[Λεξικό Κριαρά]
μακρόβιος, επίθ.
  • Μακρόβιος:
    • (Αχιλλ. (Smith) N 1532).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μακροβιότητα:
    • (Διακρούσ. 11913).

[αρχ. επίθ. μακρόβιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρόβιος -α -ο [makróvios] Ε6 : 1. που ζει πολλά χρόνια: Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών συνήθως είναι μακρόβιοι. 2. που υπάρχει επί μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT βραχύβιος: Mακρόβια κυβέρνηση.

[λόγ. < αρχ. μακρόβιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροβιότητα η [makroviótita] Ο28 : η ιδιότητα του μακρόβιου.

[λόγ. < αρχ. μακροβιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροβιοτική η [makroviotikí] Ο29 : σύστημα υγιεινής διατροφής που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ειδικών τροφών, ιδίως φυτικών, χωρίς καμία χημική ή γενικά βιομηχανική επεξεργασία.

[λόγ. < αγγλ. macrobiotics < αρχ. μακροβίωτ(ος) `μακρόβιος΄ -ics = -ική, θηλ. του -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροβιοτικός -ή -ό [makroviotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μακροβιοτική: Mακροβιοτικές τροφές. Mακροβιοτικό κατάστημα, που πουλάει μακροβιοτικές τροφές.

[λόγ. < αγγλ. macrobiotic < macrobiot(ics) = μακροβιοτ(ική) -ic = -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
μακροβιώ.
  • Ζω πολλά χρόνια:
    • (Σπαν. P 377).

[<επίθ. μακρόβιος. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
μακροβολίζομαι.
  • Βάλλω από μακριά:
    • (Ψευδο-Σφρ. 39219).

[<αόρ. του μτγν. μακροβολέω]

[Λεξικό Κριαρά]
μακροβόλος, επίθ.· μακροβάλος· μακροβούλος, (Ερμον. Θ 116).
  • Που βάλλει μακριά:
    • Απόλλωνος … του μακροβόλου (Ερμον. Η 260 (= μακροβάλου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά [203])).

[μτγν. επίθ. μακροβόλος· εδώ ως μετάφρ. του αρχ. εκηβόλος. Ο τ. ‑βάλος με επίδρ. του αορ. του βάλλω. Ο τ. ‑βούλος με επίδρ. του βούλομαι]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...8   Next >
Go to page:Go