Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακρινός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακρινός, επίθ.
  • 1) Απομακρυσμένος:
    • μακρινός … τόπος (Ιστ. Βλαχ. 2260).
  • 2) Που προέρχεται από τόπο που βρίσκεται μακριά:
    • σαμούρια … μακρινά από την Σιμπιρίαν (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1268]).

[<επίρρ. μακριά + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ιός) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρινός -ή -ό [makrinós] Ε1 : ANT κοντινός. 1. (τοπ.) α. που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλη απόσταση από κτ., που βρίσκεται μακριά: Mακρινοί τόποι. Mακρινή χώρα. || Mακρινό ταξίδι, σε μακρινή χώρα ή περιοχή. β. που προέρχεται από μακριά: ~ θόρυβος. Mακρινό μπουμπουνητό. 2. που υπάρχει ή συμβαίνει μακριά από χρονική άποψη: Mακρινό παρελθόν. ANT πρόσφατο. Mακρινό μέλλον. α. (για το παρελθόν) πολύ παλιός: Mακρινοί πρόγονοι. Mακρινή εποχή. β. (για το μέλλον): ~ στόχος. Mακρινή προοπτική. 3. (μτφ.) που απέχει πολύ από κτ. άλλο στα πλαίσια ενός ταξινομημένου συνόλου. ANT στενός: ~ συγγενής. Mακρινή σχέση / συγγένεια.

[μσν. μακρινός < επίρρ. μακρ(ιά) -ινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go