Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακούλης, επίθ.· ουδ. μακούλι.
-
- Λογικός, φρόνιμος:
- Είτι είπει ο παπάς και είτι κάμει μακούλι το στέργομε (Συναδ. φ. 52v).
[<αραβοτουρκ. ma᾽kul. Τ. ‑κκ‑ σήμ. κυπρ.]
- Λογικός, φρόνιμος:



