Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακεδονομάχος ο [makeδonomáxos] Ο18 : αυτός που πήρε μέρος στο μακεδονικό αγώνα: Tμήμα μακεδονομάχων πήρε μέρος στην παρέλαση. Aπόγονος μακεδονομάχου.
[λόγ. Μακεδον(ία) -ο- + -μάχος]



