Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακεδονίτικος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακεδονίτικος, επίθ.· μακιδονίτικος.
  • Μακεδονικός:
    • (Διήγ. Αλ. G 27315).

[<εθν. Μακεδονίτης + κατάλ. ‑ικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακεδονίτικος -η -ο [makeδonítikos] Ε5 : που προέρχεται από τη Mακεδονία: Mακεδονίτικο κρασί. Mακεδονίτικη φορεσιά.

[Μακεδονίτ(ης < Μακεδον(ία) -ίτης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες