Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρονάδα η [makaronáδa] Ο26 : φαγητό που γίνεται με βρασμένα μακαρόνια περιχυμένα με καυτό βούτυρο ή λάδι.
[μακαρόν(ι) -άδα ή βεν. *macaronada (πρβ. βεν. macaroni & ιταλ. maccheronata)]



