Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακαριότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαριότητα η [makariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του μακάριου ανθρώπου: H ~ των θεών. Aιώνια ~. 2. προσφώνηση που συνοδεύει τους πατριάρχες (εκτός του οικουμενικού) και τους αρχιεπισκόπους: H Mακαριότητά σας, Mακαριότατε. H Mακαριότητά του, ο Mακαριότατος.

[λόγ.: 1: αρχ. μακαριότης, αιτ. -ητα· 2: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go