Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαριστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακαριστός, επίθ.
  • Αξιομακάριστος:
    • (Σοφιαν., Γραμμ. 84).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μακαρισμός, καλοτύχισμα:
    • Προσγίνεται εις το καλόν ομού με το επαινετόν και το μακαριστόν (Επιστ. Αδελφ. 523).

[αρχ. επίθ. μακαριστός. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαριστός -ή -ό [makaristós] Ε1 : (εκκλ.) ως αναφορά για κληρικό που έχει πεθάνει· (πρβ. μακαρίτης): Ο ~ αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.

[λόγ. < ελνστ. μακαριστός, αρχ. σημ.: `που θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες