Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαριασμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μακαριασμένος, μτχ. επίθ.
  • Μακαρίτης:
    • εκείνα που τως εφήκεν ο μακαριασμένος αφέντης (Διαθ. 17. αι. 650).

[<μτχ. παρκ. του μακαρίζω με επίδρ. μτχ. σε ‑ιασμένος. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες