Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαιευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαιευτικός -ή -ό [meeftikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μαιευτική ή το μαιευτήρα: Mαιευτικά εργαλεία. Mαιευτική κλινική. Mαιευτικό σφάλμα. 2. Mαιευτική μέθοδος συζητήσεως, η μαιευτική2.

[λόγ. < αρχ. μαιευτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go