Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαιευτήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαιευτήριο το [meeftírio] Ο40 : κλινική ή νοσοκομείο με εξειδίκευση στη μαιευτική: Δημόσιο / δημοτικό / ιδιωτικό ~. Γέννησε σε ένα ιδιωτικό ~ στη Θεσσαλονίκη.

[λόγ. μαιευ(τήρ δες στο μαιευτήρας) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go