Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαθώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαθώς, επίρρ.
  • Αληθινά, βέβαια, φυσικά:
    • (Πανώρ. Έ 301 (έκδ. ‑ός)
    • Μαθώς σαν είσαι βούβαλος … και δε διαβάζεις γράμματα, πώς θες να τσι κατέχεις; (Φορτουν. Β́ 63).

[<επίρρ. μαθών. Η λ. και σήμ. κρητ. και ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go