Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθών
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαθών, επίρρ.
  • «Μαθές», φυσικά, αναμφίβολα:
    • (Προδρ. III 246), (IV 108 (έκδ. ‑όν)
    • η φθονερά μου τύχη … μαθών ουκ ένι παντελώς ακόρεστος (Καλλίμ. 1805).

[μτχ. αορ. του μανθάνω στο αρσ. ως επίρρ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες