Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαθητούδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαθητούδι το [maθitúδi] Ο44α : 1. μικρός στην ηλικία μαθητής· μαθητάκος: Tα μαθητούδια της πρώτης τάξης. || Tον επέπληξε ο διευθυντής του κι αυτός δεν αντέδρασε, τον άκουγε σαν κανένα ~. || 2. (μειωτ.) για άνθρωπο μαθητευόμενο ή άπειρο σε κτ., ιδίως στη δουλειά του: Kάνει το γιατρό ενώ είναι ακόμα ~.

[μαθητ(ής) -ούδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go