Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαζούρκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζούρκα η [mazúrka] Ο25α : είδος χορού πολωνικής προέλευσης: Xορεύω ~. || ο αντίστοιχος ρυθμός και η μουσική: H ορχήστρα άρχισε να παίζει μια ~.

[λόγ. < πολωνικό mazurka]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go