Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαζορέτα η [mazoréta] Ο25 : νεαρή κοπέλα που συμμετέχει σε παρέλαση ή σε άλλο θέαμα φορώντας ειδική φανταχτερή στολή και παίζοντας στα χέρια της μια μπαγκέτα: Στο ημίχρονο του αγώνα εμφανίστηκαν μαζορέτες.
[λόγ. < γαλλ. majorett(e) -α < αγγλ. (drum) majorette]



