Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζορέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζορέτα η [mazoréta] Ο25 : νεαρή κοπέλα που συμμετέχει σε παρέλαση ή σε άλλο θέαμα φορώντας ειδική φανταχτερή στολή και παίζοντας στα χέρια της μια μπαγκέτα: Στο ημίχρονο του αγώνα εμφανίστηκαν μαζορέτες.

[λόγ. < γαλλ. majorett(e) < αγγλ. (drum) majorette]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες