Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαζίον το.
  • Μικρή μάζα· σβώλος:
    • Τρία μαζία έχων χρυσάφιν, άργυρον και χαλκόν (Rechenb. (Vog.) 61).

[αρχ. ουσ. μαζίον. Τ. ‑ί(ο)ν σε έγγρ. του 11. και 12. αι. Τ. ‑ίν στο Soph. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο πληθ. ‑ιά, με διαφορ. σημασ. Βλ. και μαζί (I)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες