Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαδαρός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαδαρός, επίθ.
  • 1) Φαλακρός:
    • (Λεξ. II 312).
  • 2) (Μεταφ. προκ. για τόπο) άδενδρος, χωρίς βλάστηση:
    • βουνία … μαδαρά (Πορτολ. Α 4616).

[αρχ. επίθ. μαδαρός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go