Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαγνητοφωνώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνητοφωνώ [maγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9 : καταγράφω ήχους σε μαγνητοταινία με ειδική συσκευή· κάνω μαγνητοφώνηση: Mαγνητοφωνεί δίσκους με τραγούδια που του αρέσουν. Mαγνητοφωνημένη ομιλία / συζήτηση.

[λόγ. μαγνητόφων(ον) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go