Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγνητίτης ο [maγnitítis] Ο10 : φυσικό ορυκτό, οξείδιο του σιδήρου με μαύ ρο χρώμα και μαγνητικές ιδιότητες· φυσικός μαγνήτης: Aπό παλιά είχε παρατηρηθεί η ιδιότητα του μαγνητίτη να έλκει σιδερένια αντικείμενα.
[λόγ. < γαλλ. magnétite < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -ite = -ίτης]



