Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγνητίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνητίτης ο [maγnitítis] Ο10 : φυσικό ορυκτό, οξείδιο του σιδήρου με μαύ ρο χρώμα και μαγνητικές ιδιότητες· φυσικός μαγνήτης: Aπό παλιά είχε παρατηρηθεί η ιδιότητα του μαγνητίτη να έλκει σιδερένια αντικείμενα.

[λόγ. < γαλλ. magnétite < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -ite = -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες