Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγνάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνάδι το [maγnáδi] Ο44 : (λογοτ.) 1. πολύ λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες ως κάλυμμα του κεφαλιού· (πρβ. πέπλος): Λεπτό διάφανο ~. Tο νυφικό ~. 2. (μτφ.) για καθετί λεπτό ή αραιό που καλύπτει κτ. άλλο.

[μσν. μαγνάδι(ν) < ίσως αρχ. μανός `αραιός΄ -άδι(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαγνάδιν το· μαγνάδι.
  • Πέπλο:
    • (Κώδ. Πάτμου I 42
    • επάνω εις το κεφάλιν της μαύρον μαγνάδιν είχεν (Λόγ. παρηγ. O 608).

[πιθ. <ουσ. *μανάδιν <ουδ. του επιθ. μανός + κατάλ. ‑άδιν (πβ. παλαιότ. μαννάδιν, Lampe) με ανάπτυξη γ πριν από το ν (πβ. Ξανθουδίδης, Αθ. 26, 1917, ΛΑ 157-8). Κατά Καραποτόσογλου 1991: 309-13 <ουσ. μαγνιά (βλ. ά.). Ο τ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες