Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγευτικός -ή -ό [majeftikós] Ε1 : που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος ώστε να προσελκύει, να γοητεύει: Mαγευτική θέα / νύχτα / ομορφιά. Mαγευτικό τοπίο / χαμόγελο.
μαγευτικά ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. [λόγ. < ελνστ. μαγευτικός `οπαδός της μαγείας΄ (αρχ. για τη μαγική τέχνη) με αλλ. της σημ. κατά το μαγεύω]



