Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγειρεύσιμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαγειρεύσιμος. επίθ.· μαγειρέσιμος.
  • Που μπορεί να μαγειρευτεί:
    • σιτάρια, κριθάρια, κουκκία και ρεβίνθια και πάσα μαγειρέσιμον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 378).

[<μαγειρεύω + κατάλ. ‑σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες