Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγειρευτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μαγειρευτός, επίθ.· μαγερευτός.
  • Μαγειρεμένος:
    • φαγητά πολλώ λογιών … οφτά ’χε και μαγειρευτά (Κατζ. Γ́ 547).

[<μαγειρεύω. Η λ. στο Du Cange (λ. μαγειρινός) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγειρευτός -ή -ό [majireftós] Ε1 : (για τροφή) που τον έχουν μαγειρέψει, σε αντιδιαστολή με τον ψητό και τον τηγανητό· μαγειρεμένος: Πώς προτιμάς τις πατάτες, τηγανητές ή μαγειρευτές;

[μαγειρεύ(ω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες