Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγειρείον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαγειρείον το· μαγειρειόν· μαγερειό· μαγερείον· μαγερειόν.
  • Μαγειρείο, κουζίνα:
    • έλα κι εσύ στο μαγερειό να φας τη μακαρούνα (Φορτουν. Έ 358).

[αρχ. ουσ. μαγειρείον. Ο τ. ‑ειόν στο Somav. και σήμ. (‑ειό). Ο τ. ‑ερείον και σήμ. ποντ. Η λ. και ο τ. ‑ερειό και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες