Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαγγανεία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγγανεία η [maŋganía] Ο25 : 1. είδος μαγείας που χρησιμοποιεί μυστηριώδεις μεθόδους και απευθύνεται σε κακοποιές δυνάμεις για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, συνήθ. βλαπτικού. 2. (πληθ.) τα μέσα ή οι ενέργειες που χρησιμοποιούνται για τη μαγγανεία: Kάνει / χρησιμοποιεί κάποιος διάφορες μαγγανείες.

[λόγ. < αρχ. μαγγανεία `μαγικό κόλπο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μαγγανεία η.
  • Μαντική τέχνη, τέχνασμα:
    • (Βίος Αλ. 36).

[αρχ. ουσ. μαγγανεία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go