Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζές ο· μαγαντζές· μαγατζές.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζί.
- Αποθήκη:
- (Διαθ. Ακοτ. 147)·
- δίδω του … σπίτια και μαγαντζέ και αργαστήρι (Μορεζίν., Διαθ. 482).
[<βεν. magazén. Ο τ. ‑τζές σε έγγρ. (15.-17. αι.) και σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ.]
- Αποθήκη: