Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζάς ο· μαγατζάς.
-
— Βλ. και μαγαζένι(ν), μαγαζές, μαγαζί.
- α) Αποθήκη:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1778)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- μαγαζάδες που κάμνουσι τις σαρδέλες (Πορτολ. Β 5721).
[<ουσ. μαγαζές ή πληθ. μαγαζ(ι)ά του ουσ. μαγαζί]
- α) Αποθήκη: