Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαγάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγάρα η [maγára] Ο25 : (λαϊκότρ., σπάν.) 1. η μαγαρισιά. 2. (μειωτ.) για άνθρωπο κακοήθη: Φύγε από δω, ρε ~.

[μαγαρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go