Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαΐστρα η.
-
- Ά Δασκάλα· τεχνίτρα, μαστόρισσα:
- Ιππόλυταν …, μαΐστραν των πολέμων (Θησ. (Foll) I 9).
- Β́ (Ναυτ.)
- 1) Το κύριο ιστίο του μεγάλου καταρτιού ιστιοφόρων:
- Αρμένιζεν … με την μαΐστραν (Rechenb. 792).
- 2) Είδος σχοινιού:
- (Καραβ. 49431).
- 1) Το κύριο ιστίο του μεγάλου καταρτιού ιστιοφόρων:
[<βεν. maistra. Η λ. στο Du Cange (λ. μαγίστερ) και σήμ. ναυτ.]
- Ά Δασκάλα· τεχνίτρα, μαστόρισσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαΐστρα 1 η [maístra] Ο25α : (ναυτ.) μεγάλο τετράγωνο πανί ιστιοφόρου και το αντίστοιχο μεγάλο κατάρτι.
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. ιταλ. maestro) & (albero di) maistra (δες στο άλμπουρο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαΐστρα 2 η : (λαϊκότρ.) γυναίκα που ξέρει να κάνει μάγια· (πρβ. μάγος1β).
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. βεν. maistro `δάσκαλος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊστράλι το [maistráli] Ο44α : (λογοτ.) ο μαΐστρος.
[βεν. maistral -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαϊστράτος ο,
- βλ. μαγιστράτος.



