Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μίνιμουμ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίνιμουμ το [mínimum] Ο (άκλ.) : η ελάχιστη τιμή, το κατώτατο όριο που μπορεί να φτάσει μια μεταβλητή ποσότητα. ANT μάξιμουμ: Δέχτηκε να δώσει το ~ από όσα του ζητούσαν. || (ως επίθ.): Συμμαχία κομμάτων με βάση ένα ~ πρόγραμμα.

[λόγ. < γαλλ. minimum (στη νέα σημ.) < λατ. minimum (ουδ. υπερθ. του επιθ. parvus `μικρός΄) κατά τη λατ. προφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go