Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μίμος ο [mímos] Ο18 : 1α. αυτός, ιδίως καλλιτέχνης, που προκαλεί γέλιο με τη μίμηση: Παράσταση τσίρκου με ζώα, ακροβάτες και μίμους. β. ηθοποιός της παντομίμας. 2. αρχαίο θεατρικό είδος που παρουσιάζει θέματα από την καθημερινή ζωή συνήθ. με κωμική διάθεση: Ελληνικοί / λατινικοί μίμοι.
[λόγ. < αρχ. μῖμος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μίμος ο.
-
- «Ηθοποιός», μίμος, γελωτοποιός:
- (Διγ. Gr. 1840).
[αρχ. ουσ. μίμος. Θηλ. ‑η σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- «Ηθοποιός», μίμος, γελωτοποιός: