Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μίμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίμηση η [mímisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μιμούμαι. α. το να κάνει ή να προσπαθεί να κάνει κάποιος αυτό που κάνει κάποιος άλλος, να παραστήσει τις κινήσεις του, τη φωνή του κτλ.: ~ της φωνής / του ύφους κάποιου. ~ του αστικού τρόπου ζωής. (έκφρ.) παράδειγμα* προς ~. β. για πνευματική και ιδίως καλλιτεχνική δημιουργία, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. ως πρότυπο : Πνευματική / καλλιτεχνική ~. Δουλική ~. Tο έργο δεν είναι πρωτότυπο αλλά ~ παλαιότερου προτύπου, απομίμηση. || (ψυχ.): Συνειδητή / ασύνειδη ~. Tο ένστικτο της μίμησης. Tέλεια / απόλυτη ~. || (μουσ.) επανάληψη ενός μουσικού τμήματος από άλλη φωνή: Ελεύθερη / κανονική ~.

[λόγ. < αρχ. μίμη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go